αχορτασιά

αχορτασιά
αχορτασιά, η και αχορταγιά, η και ανεχορταγιά, η
το να είναι κανείς αχόρταγος (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αχορτασιά — η (Α ἀχορτασία) βλ. αχορταγιά …   Dictionary of Greek

  • ἀχορτασίαν — ἀχορτασίᾱν , ἀχορτασία unfed fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχορταγιά — και γία και σιά, η (Α ἀχορτασία) [χορτασία] λαιμαργία νεοελλ. απληστία, πλεονεξία …   Dictionary of Greek

  • λίμασμα — το [λιμάζω] ακόρεστη πείνα, βουλιμία, αχορτασία …   Dictionary of Greek

  • απληστία — η αχορτασιά, πλεονεξία: Η απληστία του ανθρώπου αυτού δεν έχει όρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”